- ψιθυρίζω
- ψιθυρίζω, ψιθύρισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ψιθυρίζω — whisper pres subj act 1st sg ψιθυρίζω whisper pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… … Dictionary of Greek
ψιθυρίζω — ψιθύρισα, λέω κάτι με χαμηλή φωνή: Κάτι της ψιθύρισε, μα δεν τ άκουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιθυρίζῃ — ψιθυρίζω whisper pres subj mp 2nd sg ψιθυρίζω whisper pres ind mp 2nd sg ψιθυρίζω whisper pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίσῃ — ψιθυρίζω whisper aor subj mid 2nd sg ψιθυρίζω whisper aor subj act 3rd sg ψιθυρίζω whisper fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυριζόμενον — ψιθυρίζω whisper pres part mp masc acc sg ψιθυρίζω whisper pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυριζόντων — ψιθυρίζω whisper pres part act masc/neut gen pl ψιθυρίζω whisper pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίζει — ψιθυρίζω whisper pres ind mp 2nd sg ψιθυρίζω whisper pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίζοντα — ψιθυρίζω whisper pres part act neut nom/voc/acc pl ψιθυρίζω whisper pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίζουσι — ψιθυρίζω whisper pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ψιθυρίζω whisper pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)